σπειροφόρος

σπειροφόρος
(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].
————————
(II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον*, ένδυμα με παράσταση τής Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος* (< φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”